Gestatten στα ελληνικά
Μετάφραση: gestatten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αφήνω, επιτρέπω, ανέχομαι, έκφραση, ενοικιάζομαι, όψη, άδεια, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alchemie στα ελληνικά - αλχημεία, αλχημείας, η αλχημεία, την αλχημεία, alchemy
- ausleihen στα ελληνικά - δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
- blauäugig στα ελληνικά - αφελής, μπλε, γαλάζιο, γαλάζια, το μπλε, blue
- dialektisch στα ελληνικά - διαλεκτικά, διαλεκτική, η διαλεκτική, διαλεχτικά
Τυχαίες λέξεις
Gestatten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αφήνω, επιτρέπω, ανέχομαι, έκφραση, ενοικιάζομαι, όψη, άδεια, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει
Μεταφράσεις: αφήνω, επιτρέπω, ανέχομαι, έκφραση, ενοικιάζομαι, όψη, άδεια, επιτρέπουν, επιτρέπει, να επιτρέψει, επιτρέψουν, επιτρέψει