Gewinnen στα ελληνικά
Μετάφραση: gewinnen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νικώ, απονέμω, υπερισχύω, κερδίζω, βραβείο, επικρατώ, κατακυρώνω, θρίαμβος, απολαβή, θριαμβεύω, νίκη, Κέρδισε, Win, Κέρδισε τις, κερδίζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausfahrten στα ελληνικά - εξόδους, έξοδοι, εξόδων, εξέρχεται, τις εξόδους
- bakterien στα ελληνικά - βακτηρίδια, βακτήρια, βακτηρίων, βακτηριδίων, τα βακτήρια
- beschleunigend στα ελληνικά - επιτάχυνση, επιταχύνοντας, την επιτάχυνση, επιτάχυνση της, επιτάχυνση των
- besitzgierig στα ελληνικά - κτητικός, κτητική, κτητικό, κτητικοί, κτητικές
Τυχαίες λέξεις
Gewinnen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νικώ, απονέμω, υπερισχύω, κερδίζω, βραβείο, επικρατώ, κατακυρώνω, θρίαμβος, απολαβή, θριαμβεύω, νίκη, Κέρδισε, Win, Κέρδισε τις, κερδίζει
Μεταφράσεις: νικώ, απονέμω, υπερισχύω, κερδίζω, βραβείο, επικρατώ, κατακυρώνω, θρίαμβος, απολαβή, θριαμβεύω, νίκη, Κέρδισε, Win, Κέρδισε τις, κερδίζει