Glüht στα ελληνικά
Μετάφραση: glüht, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυρακτώνομαι, λάμψη, φεγγοβολώ, λάμπει, ανάβει, λάμψεις
Μεταφράσεις
- betrunkenheit στα ελληνικά - μέθη, μέθης, τη μέθη, της μέθης, μεθύσι
- beträchtlich στα ελληνικά - αξιόλογος, αρκετός, χαριτωμένος, αρκετά, πολύ, σημαντικά, αισθητά, ...
- beulen στα ελληνικά - χτύπημα, πρόσκρουση, χτυπήσει, bump, χτυπήσετε
- dampfige στα ελληνικά - νεφελώδης, steamy, αχνιστά, αχνιστή, αχνιστό
Τυχαίες λέξεις
Glüht στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυρακτώνομαι, λάμψη, φεγγοβολώ, λάμπει, ανάβει, λάμψεις
Μεταφράσεις: πυρακτώνομαι, λάμψη, φεγγοβολώ, λάμπει, ανάβει, λάμψεις