Πυρακτώνομαι στα γερμανικά
Μετάφραση: πυρακτώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
glüht, glühen, schimmer, leuchten, glanz, feuer, Glühen, Tempern, Ausheilen, anneal
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυρακτώνομαι
πυρακτώνομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, πυρακτώνομαι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- πυρήνας στα γερμανικά - essenz, kern, mark, kernstück, samenkern, kerne, wesentliche, ...
- πυρακτωμένος στα γερμανικά - erglühend, leuchtend, leuchtet, glanz, enthusiastisch, glühend, glühenden, ...
- πυραμίδα στα γερμανικά - pyramide, Pyramide, Pyramiden, pyramid
- πυρετός στα γερμανικά - fieber, temperatur, fieberartig, Fieber, Fiebers
Τυχαίες λέξεις
Πυρακτώνομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: glüht, glühen, schimmer, leuchten, glanz, feuer, Glühen, Tempern, Ausheilen, anneal
Μεταφράσεις: glüht, glühen, schimmer, leuchten, glanz, feuer, Glühen, Tempern, Ausheilen, anneal