Λέξη: απορρέω

Σχετικές λέξεις: απορρέω

απορρέω λεξικό, αποφέρω ορισμός, απορρέω μετάφραση, αποφέρω συνώνυμα, απορρέω συνώνυμο, απορρέω in english

Συνώνυμα: απορρέω

εκδίδω, εκπέμπω, εξέρχομαι, επακολουθώ

Μεταφράσεις: απορρέω

απορρέω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
emanate, aporreo

απορρέω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
emanar, aporreo

απορρέω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
irradier, émaner, venir, rayonner, dériver, sécréter, émanent, procéder, émanez, radier, émanons, provenir, aporreo

απορρέω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
emanare, aporreo

απορρέω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emanar, aporreo

απορρέω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исходить, вытекать, дышать, происходить, истекать, утекать, aporreo

απορρέω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utgå, aporreo

απορρέω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vylučovat, pocházet, vyzařovat, vycházet, aporreo

απορρέω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
promieniować, emanować, wypływać, pochodzić, aporreo

απορρέω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виникніть, відбуватися, відбуватись, минати, aporreo

απορρέω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eritama, lähtuma, väljuma, aporreo

απορρέω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potjecati, zračiti, proizlaziti, aporreo

απορρέω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aporreo

απορρέω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyžarovať, aporreo
Τυχαίες λέξεις