Gondel στα ελληνικά
Μετάφραση: gondel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόνδολα, λέμβος, γόνδολας, με γόνδολα, gondola
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arbeitsunfähigkeit στα ελληνικά - αναπηρία, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας, της αναπηρίας
- ausgenutzt στα ελληνικά - αξιοποιηθεί, εκμετάλλευσης, εκμετάλλευση, αξιοποιηθούν, αξιοποιούνται
- bergmann στα ελληνικά - ανθρακωρύχος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
- bewahrer στα ελληνικά - συντηρητής, συντηρητικό, συντηρητή, συσκευή συντήρησης, διατηρητής
Τυχαίες λέξεις
Gondel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόνδολα, λέμβος, γόνδολας, με γόνδολα, gondola
Μεταφράσεις: γόνδολα, λέμβος, γόνδολας, με γόνδολα, gondola