Λέξη: μύτη

Σχετικές λέξεις: μύτη

μύτη σαν σαλάμι, μύτη αίμα, μύτη βιδώματος με στοπ για γυψοσανίδα, μύτη που ματώνει, μύτη ονειροκρίτης, μύτη βουλωμένη, μύτη αιμορραγία, μύτη google, μύτη ετυμολογία, μύτη ανατομία

Συνώνυμα: μύτη

αιχμή, ράμφος, μύτη πέννας, ρις, σημείο, προκείμενο, άκρη, ακμή, ρύγχος, μουσούδι, στόμι

Μεταφράσεις: μύτη

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nose, nib, point, tip, the nose
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nariz, la nariz, de la nariz, morro, narices
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wittern, bug, düse, nase, bukett, vorderteil, Nase, Nasen, die Nase, der Nase
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trompe, sentir, buse, flairer, truffe, flair, nez, le nez, du nez, bec
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
muso, naso, fiutare, il naso, nose, del naso
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nariz, norueguês, do nariz, o nariz, nasal, de nariz
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
neus, neus-, de neus, neus van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обоняние, головка, выискивать, учуять, чутьё, нюх, нес, осведомитель, форсунка, нос, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nese, nesen, nesa
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
näsa, näsan, nos, nosen, nose
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuono, urkkia, vainu, vainuta, nenä, torvi, nenän, nose, nenästä, nenää
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
næse, lugtesans, næsen, nose
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čenichat, rypák, vyčenichat, větřit, nos, nosu, nose, čumák, nosní
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klakson, wkręcać, nos, nochal, przód, nosek, wynajdywać, węszyć, dziób, obwąchiwać, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ékorr, szimat, sziklafok, zamat, orr, orrát, orra, orrot, az orr
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
burun, ucu, burnu, nose, burnun
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ніс, голівка, нюх, головка, носа
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hundë, hunda, hundës, hundë të, hunda e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нос, носа, на носа, носът, от носа
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нос
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nina, ninas, nina-, ninast, ninna
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispust, njuška, udisati, nos, nosa, nosu, nose, nosom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nef, nefi, nefið, í nefi
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
nasus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nosis, nosies, nosį, iš nosies, nose
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
deguns, oža, deguna, degunu, nose, no deguna
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
носот, нос, на носот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nas, nasul, nasului, nazale, de nas
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nos, nose, nosu, iz nosu, za nos
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nos, nosa

Στατιστικά δημοτικότητας: μύτη

Τυχαίες λέξεις