Gros στα ελληνικά

Μετάφραση: gros, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόστυχος, αισχρός, ακαθάριστος, πλειονότητα, χοντρός, χονδρέμποροι, Οι χονδρέμποροι, Χονδρική, χονδρεμπόρους, Χονδρική Πώληση
Gros στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abfall στα ελληνικά - λύμα, σπαταλώ, σπατάλη, καταγωγή, ρανίδα, σκουπίδια, απόβλητα, ...
  • begrifflich στα ελληνικά - εννοιολογική, εννοιολογικό, εννοιολογικής, εννοιολογικές, την εννοιολογική
  • benutzer στα ελληνικά - αναγνώστης, χρήστης, δανειζόμενος, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης
  • deflation στα ελληνικά - αποπληθωρισμός, ξεφούσκωμα, αντιπληθωρισμός, αποπληθωρισμού, αποπληθωρισμό
Τυχαίες λέξεις
Gros στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόστυχος, αισχρός, ακαθάριστος, πλειονότητα, χοντρός, χονδρέμποροι, Οι χονδρέμποροι, Χονδρική, χονδρεμπόρους, Χονδρική Πώληση