Grundhaltung στα ελληνικά

Μετάφραση: grundhaltung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τενόρος, βασική στάση, βασική συμπεριφορά, Διακείμεθα, βασικής στάσεως από, βασική τους στάση
Grundhaltung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufgelassen στα ελληνικά - εγκαταλειμμένος, εγκαταλειφθεί, εγκαταλείφθηκε, εγκατέλειψε, εγκαταλελειμμένα
  • berichtet στα ελληνικά - συναφής, συγγενικός, αναφερθεί, αναφέρθηκαν, ανέφεραν, ανέφερε, αναφέρθηκε
  • charge στα ελληνικά - βαθμός, κατατάσσω, βαθμίδα, βαθμολογώ, φουρνιά, παρτίδα, παρτίδας, ...
Τυχαίες λέξεις
Grundhaltung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τενόρος, βασική στάση, βασική συμπεριφορά, Διακείμεθα, βασικής στάσεως από, βασική τους στάση