Grundlos στα ελληνικά

Μετάφραση: grundlos, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδρανής, άνεργος, αργόσχολος, τεμπέλης, αβάσιμος, ανυπόστατος, αβάσιμες, αβάσιμη, αβάσιμοι
Grundlos στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barde στα ελληνικά - βάρδος, Bard, βάρδου, βάρδων, βάρδο
  • daher στα ελληνικά - τόσο, έτσι, ως εκ τούτου,, ως εκ τούτου, εκ τούτου, κατά συνέπεια
  • diskographie στα ελληνικά - δισκογραφία, δισκογραφίας, τη δισκογραφία, δισκογραφια, δισκογραφική
  • drehmomentstütze στα ελληνικά - υποστήριξη της ροπής στρέψης, υποστήριξης της ροπής στρέψης
Τυχαίες λέξεις
Grundlos στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδρανής, άνεργος, αργόσχολος, τεμπέλης, αβάσιμος, ανυπόστατος, αβάσιμες, αβάσιμη, αβάσιμοι