Holen στα ελληνικά

Μετάφραση: holen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεταδίδω, αποκτώ, φέρνω, παίρνω, βραβείο, μεταβιβάζω, διαβιβάζω, απονέμω, κατακυρώνω, φέρω, fetch, προσκομίσει, ευρύτητα, να φέρω
Holen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aufschriften στα ελληνικά - επιγραφές, επιγραφών, ενδείξεις, επιγραφές που, τις επιγραφές
  • aushaltend στα ελληνικά - αντέχουν, αντέχει, αντέξουν, να αντέχει, να αντέχουν
  • blanke στα ελληνικά - γυμνός, γυμνά, γυμνό, γυμνή, γυμνού
Τυχαίες λέξεις
Holen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεταδίδω, αποκτώ, φέρνω, παίρνω, βραβείο, μεταβιβάζω, διαβιβάζω, απονέμω, κατακυρώνω, φέρω, fetch, προσκομίσει, ευρύτητα, να φέρω