Individuell στα ελληνικά

Μετάφραση: individuell, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατομικά, χωριστά, άτομο, ιδιωτικός, φαντάρος, ατομικός, ιδιαίτερος, μεμονωμένα, ξεχωριστά, ατομικώς
Individuell στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • berieselt στα ελληνικά - αρδευόμενες, αρδευόμενη, αρδευόμενων, αρδευόμενης, αρδευομένων
  • bildersturm στα ελληνικά - εικόνες, φωτογραφίες, εικόνων, φυτογραφίες, φωτογραφιών
  • delinquenz στα ελληνικά - εγκληματικότητα, ανηλίκων, παραβατικότητας, εγκληματικότητας, παραβατικότητα
Τυχαίες λέξεις
Individuell στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατομικά, χωριστά, άτομο, ιδιωτικός, φαντάρος, ατομικός, ιδιαίτερος, μεμονωμένα, ξεχωριστά, ατομικώς