Inländisch στα ελληνικά
Μετάφραση: inländisch, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδοχώρα, εγχώριων, εγχώριες, εγχώρια, εγχώριας, εγχώριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auftragswesen στα ελληνικά - προμήθεια, συμβάσεις, συμβάσεων, προμηθειών, προμήθειες
- aversion στα ελληνικά - αντιπαθώ, αποστροφή, φρίκη, αηδία, αντιπάθεια, αποστροφής, απέχθεια, ...
- bezeugend στα ελληνικά - Καταθέτοντας, Ενδεικτική, πιστοποιεί, να πιστοποιεί, Όπως μαρτυρούν
- despektierlich στα ελληνικά - αγένεια, με αγένεια
Τυχαίες λέξεις
Inländisch στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδοχώρα, εγχώριων, εγχώριες, εγχώρια, εγχώριας, εγχώριο
Μεταφράσεις: ενδοχώρα, εγχώριων, εγχώριες, εγχώρια, εγχώριας, εγχώριο