Λέξη: τρυφερότητα
Σχετικές λέξεις: τρυφερότητα
τρυφερότητα ποίηση, τρυφερότητα συνωνυμα, τρυφερότητα ταινία, τρυφερότητα κρέατος, τρυφερότητα συνώνυμο, τρυφερότητα στιχοι, τρυφερότητα γαρμπή, τρυφερότητα ονειροκρίτης
Συνώνυμα: τρυφερότητα
τρυφερότης
Μεταφράσεις: τρυφερότητα
τρυφερότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affection, tenderness, of tenderness, tenderness of
τρυφερότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afecto, cariño, querer, afección, afectuosidad, ternura, sensibilidad, la ternura, dulzura, dolor
τρυφερότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zu, zuneigung, vorliebe, Zärtlichkeit, Zartheit, Empfindlichkeit, weichheit
τρυφερότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amour, tendresse, affection, maladie, attachement, piété, prédilection, émotion, la tendresse, sensibilité, de tendresse, tendreté
τρυφερότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affezione, affetto, amore, tenerezza, la tenerezza, di tenerezza, dolorabilità, dolcezza
τρυφερότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
afeição, afecção, abalo, comoção, choque, ternura, tenderness, sensibilidade, carinho, maciez
τρυφερότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
emotie, genegenheid, gemoedsbeweging, affect, aandoening, tederheid, gevoeligheid, zachtheid, gevoelige, malsheid
τρυφερότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
болезнь, благосклонность, ласка, привязанность, тепло, симпатия, любовь, приверженность, умиление, нежность, нежности, болезненность, нежностью
τρυφερότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ømhet, ømme, mørhet, ømhet i
τρυφερότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kärlek, åkomma, ömhet, mjukhet, ömhet i, ömma
τρυφερότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hellyys, kiintymys, mielenliikutus, mieltymys, arkuus, hellyyttä, arkuutta, aristus
τρυφερότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ømhed, mørhed, ømhed i, mhed
τρυφερότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
onemocnění, láska, afekt, náklonnost, záliba, příchylnost, něha, měkkost, citlivost, něžnost, bolestivost
τρυφερότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dolegliwość, schorzenie, afekt, sentyment, tkliwość, choroba, wzruszenie, uczucie, uwiązanie, przywiązanie, miłość, sympatia, czułość, wrażliwość, kruchość, czułości
τρυφερότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érzékenység, gyengédség, gyengédséget, gyöngédség, nyomásérzékenység
τρυφερότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hassaslık, hassasiyet, hassasiyeti, duyarlılık, şefkat
τρυφερότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кохання, хворобу, прихильність, ласка, любов, ніжність, нежность
τρυφερότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
butësi, ëmbëlsi, ndjeshmëri, ndjeshmëri të, butësia
τρυφερότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нежност, чувствителност, болезненост, нежността, крехкост
τρυφερότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пяшчота, пяшчоту, нежность, пяшчотнасць
τρυφερότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kiindumus, hellus, hellust, valulikkus, pehmus, õrnus
τρυφερότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
privrženost, naklonost, bolest, ljubav, uzbuđenje, nježnost, osjetljivost, nježnosti, njeţnost, mekoća
τρυφερότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ástfóstur, eymsli, viðkvæmni, eymsli í, eymslum, blíða
τρυφερότητα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
amor
τρυφερότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
švelnumas, jautrumas, skausmingumas, švelnumo, minkštumas
τρυφερότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pieķeršanās, maigums, jutīgums, sāpīgums, maigumu, jutīgumu
τρυφερότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нежност, нежноста, нежности, осетливост, осетливост на
τρυφερότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
afecţiune, sensibilitate, tandrețe, tandrete, duioșie, tandrețea
τρυφερότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
láska, afekt, občutljivost, nežnost, nežnosti, mehkost, bolečina
τρυφερότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
afekt, láska, neha, něha, nežnosť