Insgesamt στα ελληνικά
Μετάφραση: insgesamt, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλήρως, όλα, ολόκληρος, συλλογικά, εντελώς, ακέραιος, άρτιος, όλος, όλες, όλα σε όλους, όλα σε όλα, Συνολικά, σε γενικές, σε γενικές γραμμές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abfallholz στα ελληνικά - αποφάγια, απόβλητα ξύλου, τα απόβλητα ξύλου, από απόβλητα ξύλου, απορρίμματα ξύλου, αποβλήτων ξύλου
- abhelfende στα ελληνικά - Ενισχυτική, διορθωτικά, Remedial, επανορθωτικές, Επανορθωτική
- anrecht στα ελληνικά - δεξιός, δικαίωμα, σωστός, ισχυρίζομαι, διεκδικώ, ισχυρισμός, διεκδίκηση, ...
- dolmetscher στα ελληνικά - διερμηνέας, διερμηνέα, διερμηνείας, διερμηνέων
Τυχαίες λέξεις
Insgesamt στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλήρως, όλα, ολόκληρος, συλλογικά, εντελώς, ακέραιος, άρτιος, όλος, όλες, όλα σε όλους, όλα σε όλα, Συνολικά, σε γενικές, σε γενικές γραμμές
Μεταφράσεις: πλήρως, όλα, ολόκληρος, συλλογικά, εντελώς, ακέραιος, άρτιος, όλος, όλες, όλα σε όλους, όλα σε όλα, Συνολικά, σε γενικές, σε γενικές γραμμές