Λέξη: άτρωτος
Σχετικές λέξεις: άτρωτος
άτρωτοσ σε, άτρωτος ετυμολογία, άτρωτος ταινία, άτρωτος ιωάννινα
Μεταφράσεις: άτρωτος
άτρωτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
immune, invulnerable, invincible, immune to, untouchable
άτρωτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inmune, invulnerable, invulnerables
άτρωτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefeit, immun, unverwundbar, unverletzlich, unverletzbar, unangreifbar, invulnerable
άτρωτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
immunisé, résistant, rustique, invulnérable, invulnérables, invulnérabilité
άτρωτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immune, invulnerabile, invulnerabili, invulnerable, invulnerabilità, inattaccabile
άτρωτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imune, imortalizar, invulnerável, invulneráveis, invulnerable, invulneravelmente
άτρωτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
resistent, onvatbaar, immuun, onkwetsbaar, onaantastbaar, onkwetsbare, invulnerable, ongevoelig
άτρωτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гарантированный, свободный, неприкосновенный, иммунный, освобожденный, невосприимчивый, вольный, неуязвимый, неуязвимым, неуязвим, неуязвимы, неуязвимыми
άτρωτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uimottakelig, usårbar, usårlig, usårbare, usårlige
άτρωτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
osårbar, osårbara, invulnerable, osårbart, odödlig
άτρωτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vastustuskykyinen, sietokykyinen, altistumaton, haavoittumaton, invulnerable, haavoittumattomia, haavoittumattomaksi
άτρωτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
usårlig, usårlige, usårligt, usårlig over
άτρωτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odolný, nezranitelný, nezranitelná, nezranitelní, nezranitelné, imunní
άτρωτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zabezpieczony, immunologiczny, odporny, niewrażliwy, niezniszczalny, narażony, do zranienia, nietykalny
άτρωτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
immúnis, mentes, sebezhetetlen, sérthetetlen, sebezhetetlenné, sebezhetetlenek, sebezhetetlennek
άτρωτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yaralanmaz, invulnerable, yenilmez, sağlam, zarar görmez
άτρωτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непорушний, нерухомий, невразливий
άτρωτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i paprekshëm, paprekshëm, paprekshme, të paprekshëm, e paprekshme
άτρωτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неуязвим, неуязвими, неуязвима, здрав, неуязвимо
άτρωτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
непаражальны, непераможны
άτρωτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
immuunne, haavamatu, haavamatuks, Haavoittumaton, puutamatu
άτρωτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slobodan, otporan, imun, zaštićen, nepovrediv, neranjiv, neranjivi, neranjivim, nije neranjiv, neranjiva
άτρωτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
invulnerable
άτρωτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nepažeidžiamas, nesužeidžiamas, nepažeidžiami, Ne sužeidimo, Neievainojams
άτρωτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neievainojams, neievainojamu, neievainojami
άτρωτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неранлив, неранливи, неповредиви, неповреден, отпорен
άτρωτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imun, invulnerabil, invulnerabilă, invulnerabile, invulnerabili, invulnerabila
άτρωτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neranljivi, neranljiva, neranljiv, Neranjiv, Nepovrediv
άτρωτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nezraniteľný, nezranitelný
Τυχαίες λέξεις