Λέξη: δίλημμα

Σχετικές λέξεις: δίλημμα

δίλημμα του σκαντζόχοιρου, δίλημμα λεξικο, δίλημμα του κρατούμενου, δίλημμα ετυμολογία, δίλημμα μεταφραση, δίλημμα φυλακισμενου, δίλημμα βενιζέλου, δίλημμα συνώνυμα, δίλημμα συνωνυμο, δίλημμα αποφθεγματα, το δίλημμα

Συνώνυμα: δίλημμα

απορία, αβεβαιότητα, αβεβαιότης

Μεταφράσεις: δίλημμα

δίλημμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dilemma, quandary, dilemma of, a dilemma, the dilemma

δίλημμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dilema, dilema de, el dilema, disyuntiva, dilema que

δίλημμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dilemma, Dilemma, Dilemmas, Dilemma zu

δίλημμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dilemme, embarras, dilemme de

δίλημμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dilemma, il dilemma, dilemma di

δίλημμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dilema, dilemma, dilema de, o dilema, dilemas

δίλημμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dilemma, dilemma van, dilemma te

δίλημμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дилемма, дилеммой, дилемму, дилеммы

δίλημμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dilemma, dilemmaet

δίλημμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dilemma, dilemmat

δίλημμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pula, kiipeli, ongelma, dilemma, ongelman, pulma, ongelmaan

δίλημμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dilemma, dilemmaet

δίλημμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dilema, rozpaky, dilematem, dilemma, dilematu

δίλημμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dylemat, rozterka, dylematem, dylematu, dylematy

δίλημμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dilemma, dilemmát, dilemmája, dilemmával

δίλημμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ikilem, ikilemi, bir ikilem, dilemma

δίλημμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дилема

δίλημμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dilemë, dilema, dilema e, dilemë e, dilemën

δίλημμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дилема, дилемата, пред дилема, дилемата на

δίλημμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дылема

δίλημμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
dilemma, dilemmat, dilemma ees, dilemmaga

δίλημμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dilema, nedoumica, dileme, dilemu, dvojba, dilemom

δίλημμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ógöngur, vandamál, vandamáli, Dilemma, vanda

δίλημμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dilema, dilemą, dilemos, Iškyla dilema

δίλημμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dilemma, dilemmu, dilemmas

δίλημμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дилемата, дилема, дилеми

δίλημμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dilemă, dilema, dileme, dilemei

δίλημμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dilema, dilemo, dileme, dilemi

δίλημμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dilema, dilemu, dilemy, dilemou

Στατιστικά δημοτικότητας: δίλημμα

Τυχαίες λέξεις