Können στα ελληνικά

Μετάφραση: können, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνωρίζω, ξέρω, κουτί, γνωστό, μπορώ, μπορεί, μπορούν, μπορεί να, μπορείτε
Können στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • behelligung στα ελληνικά - παρενόχληση, παρενόχλησης, παρενοχλήσεις, την παρενόχληση, της παρενόχλησης
  • betonummantelt στα ελληνικά - σκυρόδεμα, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, συγκεκριμένων
  • bleich στα ελληνικά - ωχρός, ξανθός, χλωμός, κίτρινος, χλωμό, ωχρό, απαλό
  • diffus στα ελληνικά - ομιχλώδης, διάχυτο, διαχέονται, διαχέεται, διαχυθεί, διάχυτη
Τυχαίες λέξεις
Können στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνωρίζω, ξέρω, κουτί, γνωστό, μπορώ, μπορεί, μπορούν, μπορεί να, μπορείτε