Λέξη: υποχρεώνω
Σχετικές λέξεις: υποχρεώνω
υποχρεώνω αντώνυμο, υποχρεώνω αγγλικα, υποχρεώνω συνώνυμο, υποχρεώνω συνώνυμα, υποχρεώνω μετάφραση
Συνώνυμα: υποχρεώνω
δένω, δεσμεύω, αναλαμβάνω υποχρέωση, κλείνω συμφωνία, αναγκάζω, βιάζω, εξωθώ, καταναγκάζω, εξυπηρετώ
Μεταφράσεις: υποχρεώνω
υποχρεώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
oblige, obligate, compel
υποχρεώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
obligar, vincular, obligar a, obliga, obligará, obligaría
υποχρεώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verpflichten, verpflichtet, zu verpflichten, obligat, obligate
υποχρεώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
obligent, presser, contraindre, obligez, astreindre, engager, forcer, nouer, obliger, oblige, obligera
υποχρεώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
obbligare, obbligarvi, obbliga, obbligano, obbligherà
υποχρεώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obrigação, penhorar, obrigar, obriga, obrigam, obrigará, obriga a
υποχρεώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verplicht, verplichten, obligaat, obligate, te verplichten
υποχρεώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
принуждать, обязывать, угождать, обязать, заставлять, обязывает, обязывают, облигатные
υποχρεώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forplikte, forplikter, obligate, pålegger, å forplikte
υποχρεώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förpliktigar, förplikta, ålägga, förpliktar, obligata
υποχρεώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edellyttää, vaatia, velvoittaa, velvoita, velvoittavat, velvoittanut, velvoittaisi
υποχρεώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forpligter, forpligte, obligate, obligat
υποχρεώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
donutit, nutit, zavázat, zavázat se, obligátní, obligátně, obligatorní
υποχρεώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wiązać, zobowiązać, zobowiązywać, obowiązywać, zmuszać, zobowiązać się do czegoś, zobowiązują, zobowiązuje, zobowiązywało
υποχρεώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötelez, leköt, kényszerű, obligát, kötelezheti
υποχρεώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mecbur, zorunlu, yükümlü, zorlayıcı, getirecek zorlayıcı
υποχρεώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
змушувати, силувати, присилувати, зобов'язувати, зобов'язати, зобов'язуватиме, зобов'язуватимуть
υποχρεώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
detyroj, obligojnë, obligon, detyron, e obligon
υποχρεώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
задължавам, задължи, задължава, да задължи, задължат
υποχρεώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абавязваць
υποχρεώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohustama, kohustada, kohusta, kohustanud, kohustaks
υποχρεώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obvezati, prinuditi, obavezati, zadužiti, obavezuju, obvezuje, obvezuju
υποχρεώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skuldbinda, að skuldbinda, skylda, ° skuldbinda
υποχρεώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įpareigoti, įpareigoja, įsipareigoja, neįpareigoja, ápareigoti
υποχρεώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzdot, neuzlika, par pienākumu, uzdot pieteikuma
υποχρεώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
задолжи, задолжувате, да го задолжи, го задолжи, обврзе
υποχρεώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obliga, obligă, oblige, obliga pe, obligã
υποχρεώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obvezalo, vsilile, izvajalce, obvezuje, obligate
υποχρεώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zaviazať, poveriť, záväzok, zaviazali
Τυχαίες λέξεις