Kürzel στα ελληνικά

Μετάφραση: kürzel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουπόνι, σκιαγράφηση, διατυπώνω, δείγμα, συστολή, σύσπαση, συρρίκνωση, συστολής, συρρίκνωσης
Kürzel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angestammt στα ελληνικά - προγονικός, πατρογονικός, προγονική, προγονικό, των προγόνων, προγονικές
  • ausführbarkeit στα ελληνικά - σκοπιμότητα, σκοπιμότητας, εφικτότητα, σκοπιμότητας που, εφικτότητας
  • auswanderung στα ελληνικά - μετανάστευση, μετανάστευσης, αποδημία, αποδημίας, η μετανάστευση
  • defilierte στα ελληνικά - μόλυναν, μιανθεί, βεβηλώνεται, μόλυναν τα, μιαροί
Τυχαίες λέξεις
Kürzel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουπόνι, σκιαγράφηση, διατυπώνω, δείγμα, συστολή, σύσπαση, συρρίκνωση, συστολής, συρρίκνωσης