Λέξη: χορταίνω

Σχετικές λέξεις: χορταίνω

χορταίνω στα αγγλικα, χορταίνω μετάφραση, χορταίνω ετυμολογία, χορταίνω in english, δεν χορταίνω, χορταίνω συνωνυμο, χορταίνω συνωνυμα, χορταίνω αγγλικά

Συνώνυμα: χορταίνω

υπερπληρώ, μπουχτίζω, παραχορταίνω, υπερχορταίνω, παραγεμίζω, χορτάζω, κορεννύω, ικανοποιώ, ευχαριστώ, αποτίνω

Μεταφράσεις: χορταίνω

χορταίνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sate, satiate, cloy, glut, have enough

χορταίνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
saciar, Estado, Estado de, sate, sacia

χορταίνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stillen, sate, sättigen

χορταίνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
satisfaire, rassasier, saturer, assouvir, contenter, apaiser, Sate, Land, Land de, saté

χορταίνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
saziare, sate, sazia, al SATE, sare

χορταίνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saciar, satizfazer, Sate, teatro estatal, Sate o

χορταίνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzadigen, Sate, saté, verzadigt, afbakening

χορταίνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
насыщать, пресыщать, Сейт, Sate, насытить, насыщают

χορταίνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sate, Tilfredsstill, densat, sat, av Sate

χορταίνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sate, Statens, mottagande myndigheten

χορταίνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
Sate, ruuvaten, panema, jestelmien

χορταίνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sate, sad, forvaltningsret, for dér, af Sate

χορταίνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nasytit, uspokojit, ukojit, nasycovat, sytit, přesytit, Sate, kondenzátu, uhasit, sběrací

χορταίνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
napełniać, zaspokoić, napełnić, nasycać, zaspokajać, nasycić, sycić, przesycać, Sate

χορταίνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kielégít, csillapít, Sate, utazzanak, megsegítésére

χορταίνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doyurmak, Sate, göster Sate, Eğer devlet, gına getirmek

χορταίνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наситьте, насичувати, насищати

χορταίνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngop, sate, ngij

χορταίνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
засищам, пресищам, Сейт, засищат, Провеждащо

χορταίνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
насычаць, насычалі

χορταίνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rahulduma, üleküllastama, küllastama, rustike, denseerub, šašlõkk

χορταίνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
presititi, zasititi

χορταίνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sat, settist, sat fyrir

χορταίνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasotinti, Sate, pasisotinti, Nasycić, Persiunčia

χορταίνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmierināt, pieēdināt, sate

χορταίνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Државниот, сцената

χορταίνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sătura, sate, șezut, ședea

χορταίνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Presititi, lego pralnega stroja

χορταίνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ukojiť, uspokojiť, ukojit, utíšiť
Τυχαίες λέξεις