Kette στα ελληνικά
Μετάφραση: kette, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλωστή, μίτος, διαστρεβλώνω, χορδή, καδένα, αλυσίδα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abnutzen στα ελληνικά - φθείρονται, φθείρεται, φθαρούν, εξαντληθεί, φθαρεί
- absatzkanal στα ελληνικά - διέξοδος, κανάλι πωλήσεων, δίκτυο πωλήσεων, κανάλι διάθεσης, δίκτυα πωλήσεων, δικτύου πωλήσεων
- aufwiegelung στα ελληνικά - στασιασμός, υποκίνηση, παρότρυνση, υποκίνησης, προτροπή, προτροπής
- datteln στα ελληνικά - Datteln
Τυχαίες λέξεις
Kette στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλωστή, μίτος, διαστρεβλώνω, χορδή, καδένα, αλυσίδα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Μεταφράσεις: κλωστή, μίτος, διαστρεβλώνω, χορδή, καδένα, αλυσίδα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο