Λέξη: ευπρεπής

Σχετικές λέξεις: ευπρεπής

ευπρεπής εμφάνιση

Συνώνυμα: ευπρεπής

κόσμιος, σεμνός, τίμιος, δεκαετηρίδα, καθώς πρέπει, ευπρόσωπος

Μεταφράσεις: ευπρεπής

ευπρεπής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
proper, decorous, decent, seemly, respectable, north shore

ευπρεπής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
honesto, conveniente, decoroso, decente, correcto, decorosa

ευπρεπής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dezent, passend, zweckmäßig, fair, regelrecht, angebracht, eigentümlich, ordentlich, anständig, geeignet, schicklich, gesittet, eigen, sittsam, korrekt, ordnungsgemäß, ziemt, seemly, geziemt, geziemend

ευπρεπής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
honnête, vrai, propre, convenable, congru, raisonnable, sage, utile, sortable, correct, décent, bienséant, exact, juste, bon, approprié, sied, décente

ευπρεπής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
convenevole, giusto, adatto, decoroso, decente, corretto, conveniente, buono, adeguato, seemly, decorosa, oneste

ευπρεπής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
apropriado, hélice, decente, decoroso, conveniente, seemly, correto

ευπρεπής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geschikt, behoorlijk, gepast, keurig, betamelijk, fatsoenlijk, passend, voegzaam, seemly, sieren, betamen

ευπρεπής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
собственный, достаточный, сдержанный, нестрогий, соответствующий, благовидный, подходящий, изрядный, настоящий, добрый, подобающий, непридирчивый, скромный, правильный, фундаментальный, причитающийся, как подобает, приличный, подобает, прилично, подобает делать

ευπρεπής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
riktig, egen, korrekt, passende, sømmelig, seemly, høvisk, tekkelig, har en anstendig

ευπρεπής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ärbar, ordentlig, egen, seemly, passande, anständig

ευπρεπής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sovelias, kelvollinen, kelpo, kunnon, sopiva, otollinen, kunnollisesti, oikea, osuva, soveliasta, seemly

ευπρεπής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rigtig, sømmelig, sømmer, seemly, sømmeligt, pænt ad

ευπρεπής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
korektní, přiměřený, vhodný, decentní, náležitý, správný, slušný, uhlazený, pořádný, příjemný, mravopočestný, pravý, patřičný

ευπρεπής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
godziwy, stosowny, porządny, obyczajny, właściwy, odpowiedni, przyzwoity, przystojny, hoży, urodziwy, seemly

ευπρεπής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
illedelmes, jelleg, igazi, tisztességtudó, komplett, jellegzetes, ildomos, illő, illik, illendő

ευπρεπής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
doğru, uygun, yerlikli, terbiyeli, yakışık alır, yakışır, seemly, yakışık, uygun bir biçimde

ευπρεπής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
схильність, скромний, підхожий, стриманий, пристойний, як личить, як годиться, як належить, як слід, як і належить

ευπρεπής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i përshtatshëm, me vend, e hijshme, hijshme, ua zbukuroi

ευπρεπής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приличен, подобаващ, прилично, прилича, прилича разкош

ευπρεπής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
добры, як належыць, як і належыць, як трэба, як яно належыць, як належыць сябе паводзіць

ευπρεπής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korralik, kombekas, sünnis, väärikas, väljapeetud, kohane, Sobivus

ευπρεπής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pošten, uljudan, ljubazan, naklonost, skroman, pristojan, sklonost, pošteno, doličan, prikladan

ευπρεπής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
seemly

ευπρεπής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
padorus, prideramas, Kaip tinkamai, Hoży, Nežiūriu

ευπρεπής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
seemly

ευπρεπής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
згреши, убав, пристоен

ευπρεπής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
decent, atrăgător, cuviincios, bun simt, de bun simt, convenabil

ευπρεπής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
korektní, Spodoben, Doličan

ευπρεπής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náležitý, slušný, korektní, slušné
Τυχαίες λέξεις