Kleben στα ελληνικά
Μετάφραση: kleben, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολλώ, κόλλα, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aussetzung στα ελληνικά - έκθεση, ανάρτηση, εναιώρημα, αναστολή, αναστολής, αιώρημα
- autoschütter στα ελληνικά - λέπτυνση, αραίωση, αραίωσης, αραίωμα, εκλέπτυνση
- bauwesen στα ελληνικά - αρχιτεκτονική, για την οικοδομή, κατασκευαστικό κλάδο, κατασκευαστική βιομηχανία, κατασκευαστικού κλάδου, οικοδομική βιομηχανία
- dichtemesser στα ελληνικά - πυκνή, πυκνό, πυκνά, πυκνού, πυκνές
Τυχαίες λέξεις
Kleben στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολλώ, κόλλα, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί
Μεταφράσεις: κολλώ, κόλλα, ραβδί, Stick, στικ, κολλήσει, το ραβδί