Klientel στα ελληνικά
Μετάφραση: klientel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προστασία, πατρονάρισμα, επιχείρηση, δουλειές, υπόθεση, δουλειά, πελατεία, πελατολόγιο, πελατείας, πελάτες, πελατών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- armseligste στα ελληνικά - φτωχότερες, φτωχότερων, φτωχότερους, πιο φτωχές, φτωχότερα
- assembler στα ελληνικά - συνέλευση, ομήγυρη, συναρμολόγησης, συναρμολογητή, επιχείρηση συναρμολόγησης, συναρμολογητής
- ballistik στα ελληνικά - βλητική, βληματολογία, ballistics, βαλιστικά, βαλλιστικά
- beschließt στα ελληνικά - αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίσει να
Τυχαίες λέξεις
Klientel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προστασία, πατρονάρισμα, επιχείρηση, δουλειές, υπόθεση, δουλειά, πελατεία, πελατολόγιο, πελατείας, πελάτες, πελατών
Μεταφράσεις: προστασία, πατρονάρισμα, επιχείρηση, δουλειές, υπόθεση, δουλειά, πελατεία, πελατολόγιο, πελατείας, πελάτες, πελατών