Knappheit στα ελληνικά

Μετάφραση: knappheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέλω, ανάγκη, σπανιότητα, έλλειψη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις
Knappheit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ascher στα ελληνικά - τασάκι, σταχτοδοχείο, Asher, αποτεφρωτήρα, με αποτεφρωτήρα, Ασήρ, Ασηρ
  • aufblähung στα ελληνικά - τέντωμα, διάταση, διόγκωση, διαστολή, distention
  • bigamisten στα ελληνικά - δίγαμος
  • drehbewegung στα ελληνικά - στρίβω, στροφή, σειρά, περιστροφική κίνηση, περιστροφικής κίνησης, την περιστροφική κίνηση, της περιστροφικής κίνησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Knappheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέλω, ανάγκη, σπανιότητα, έλλειψη, έλλειψης, έλλειμμα, ανεπάρκεια, ελλείψεις