Komplizieren στα ελληνικά
Μετάφραση: komplizieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιπλέκω, περιπλέκουν, περιπλέξουν, περιπλέξει, περιπλέκει, να περιπλέξει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abwehrend στα ελληνικά - αμυντικός, αμυντική, αμυντικό, αμυντικά, αμυντικές
- aufheben στα ελληνικά - ταραχή, φασαρία, αναστάτωση, ακυρώσει, ακυρώσετε, να ακυρώσει, ακυρώσετε την, ...
- bemühung στα ελληνικά - προσπάθεια, απόπειρα, προσπαθώ, εκδικάζω, δοκιμάζω, πασχίζω, προσπάθειας, ...
- diamant στα ελληνικά - διαμάντι, διαμαντιών, διαμάντια, με διαμάντια, διαμαντιού
Τυχαίες λέξεις
Komplizieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιπλέκω, περιπλέκουν, περιπλέξουν, περιπλέξει, περιπλέκει, να περιπλέξει
Μεταφράσεις: περιπλέκω, περιπλέκουν, περιπλέξουν, περιπλέξει, περιπλέκει, να περιπλέξει