Kraftlos στα ελληνικά

Μετάφραση: kraftlos, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίσχυρος, αναιμικός, ασθενικός, αμυδρός, λιποθυμώ, αδύναμος, ανίσχυροι, ανίκανος, ανίσχυρη, αδύναμοι
Kraftlos στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • arten στα ελληνικά - είδος, είδη, ειδών, είδους, τα είδη
  • aufspaltung στα ελληνικά - ανάλυση, κατανομή, κατανομής, διάσπαση, βλάβης
  • befehl στα ελληνικά - προσπάθεια, απόπειρα, προσταγή, παραγγέλλω, εντολή, παραγγελία, κατεύθυνση, ...
  • definieren στα ελληνικά - προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Τυχαίες λέξεις
Kraftlos στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίσχυρος, αναιμικός, ασθενικός, αμυδρός, λιποθυμώ, αδύναμος, ανίσχυροι, ανίκανος, ανίσχυρη, αδύναμοι