Λιποθυμώ στα γερμανικά
Μετάφραση: λιποθυμώ, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
matt, kraftlos, schwach, ohnmacht, Ohnmacht, ohnmächtig, swoon, Ohnmacht fallen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιποθυμώ
λιποθυμία ετυμολογία, λιποθυμώ συνώνυμα, λιποθυμώ λεξικό γλώσσας γερμανικά, λιποθυμώ στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- λιπαντικό στα γερμανικά - schmierstoff, fett, gleitmittel, schmiermittel, schmutz, abdichten, fette, ...
- λιπαρός στα γερμανικά - schmierig, speckig, fettig, schlüpfrig, fett, schmalzig, fett-, ...
- λιρέτα στα γερμανικά - Lira, Lire
- λιτός στα γερμανικά - mäßig, enthaltsam, genügsam, einfach, gedrängt, bedürfnislos, sparsam, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιποθυμώ στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: matt, kraftlos, schwach, ohnmacht, Ohnmacht, ohnmächtig, swoon, Ohnmacht fallen
Μεταφράσεις: matt, kraftlos, schwach, ohnmacht, Ohnmacht, ohnmächtig, swoon, Ohnmacht fallen