Lässig στα ελληνικά
Μετάφραση: lässig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οκνός, εγκληματίας, ράθυμος, ευάερος, αδιάφορος, ανέμελος, περιστασιακή, περιστασιακά, απλό, περιστασιακό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abtasten στα ελληνικά - γεύομαι, δείγμα, αγναντεύω, ερευνώ, σαρώνω, δοκιμάζω, σάρωση, ...
- archiv στα ελληνικά - αρχεία, αρχείων, αρχείο, τα αρχεία, Archives
- diktatur στα ελληνικά - τυραννία, δικτατορία, δικτατορίας, δικτατορία του, τη δικτατορία, της δικτατορίας
Τυχαίες λέξεις
Lässig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οκνός, εγκληματίας, ράθυμος, ευάερος, αδιάφορος, ανέμελος, περιστασιακή, περιστασιακά, απλό, περιστασιακό
Μεταφράσεις: οκνός, εγκληματίας, ράθυμος, ευάερος, αδιάφορος, ανέμελος, περιστασιακή, περιστασιακά, απλό, περιστασιακό