Lötnaht στα ελληνικά

Μετάφραση: lötnaht, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινός, άρθρωση, κοψίδι, γόμφος, κασσιτεροκόλληση συναρμογής, σύνδεση κόλλησης, κολλητές συνδέσεις, τις κολλητές συνδέσεις, ένωση ύλης συγκολλήσεως
Lötnaht στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • albernd στα ελληνικά - περιπαικτικά, facetiously
  • assistiert στα ελληνικά - ασίστ, βοηθά, βοηθάει, συμβάλλει, βοηθούν
  • aufdringlichkeiten στα ελληνικά - obtrusions
Τυχαίες λέξεις
Lötnaht στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινός, άρθρωση, κοψίδι, γόμφος, κασσιτεροκόλληση συναρμογής, σύνδεση κόλλησης, κολλητές συνδέσεις, τις κολλητές συνδέσεις, ένωση ύλης συγκολλήσεως