Lüften στα ελληνικά
Μετάφραση: lüften, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρύπα, ασανσέρ, υψώνω, διέξοδος, αέρας, αερίζω, σηκώνω, ατμόσφαιρα, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- autostraßen στα ελληνικά - δρόμοι, δρόμων, δρόμους, οδών, οδούς
- bestimmungen στα ελληνικά - κανονισμοί, κανονισμούς, κανονιστικές, κανονισμών, κανονιστικών
- betroffen στα ελληνικά - επηρεάζονται, επηρεάζεται, που επηρεάζονται, επηρεαστεί, επηρεαστούν
- dingsbums στα ελληνικά - οτιδήποτε, βιβλιοθήκη, εταζέρα, whatnot, την εταζέρα
Τυχαίες λέξεις
Lüften στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρύπα, ασανσέρ, υψώνω, διέξοδος, αέρας, αερίζω, σηκώνω, ατμόσφαιρα, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται
Μεταφράσεις: τρύπα, ασανσέρ, υψώνω, διέξοδος, αέρας, αερίζω, σηκώνω, ατμόσφαιρα, αερίστε, αερίζετε, αερίζεται, αερίζονται