Αερίζω στα γερμανικά
Μετάφραση: αερίζω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lüften, oxidieren, oxydieren, belüften, ventilieren, zu belüften, lüften Sie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αερίζω
αερίζω λεξικό γλώσσας γερμανικά, αερίζω στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αδύνατος στα γερμανικά - kümmerlich, schwach, schwachen, schwache, schwacher
- αεράκι στα γερμανικά - kinderspiel, brise, spaziergang, lüftchen, streit, lärm, krach, ...
- αερισμός στα γερμανικά - entlüftung, belüftung, erörterung, vorbringen, ventilation, atmen, äußerung, ...
- αεριωθούμενο στα γερμανικά - wasserstrahl, düse, ausstoßen, strahl, düsenflugzeug, Jet, Strahl
Τυχαίες λέξεις
Αερίζω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: lüften, oxidieren, oxydieren, belüften, ventilieren, zu belüften, lüften Sie
Μεταφράσεις: lüften, oxidieren, oxydieren, belüften, ventilieren, zu belüften, lüften Sie