Lauern στα ελληνικά

Μετάφραση: lauern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραμονεύω, υποκρύπτομαι, κρύβομαι, ενεδρεύω, lurk
Lauern στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assoziation στα ελληνικά - σχέση, σύνδεσμος, σύνδεσης, ένωση, συνδέσμου
  • bergauf στα ελληνικά - ανήφορος, ανηφορικός, ανηφόρα, ανηφορικό, ανηφορική, ανηφορικά
  • buchstabensymbol στα ελληνικά - κυριολεκτικός, σύμβολο, το σύμβολο, συμβόλου, συμβόλων, σύμβολο που
Τυχαίες λέξεις
Lauern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραμονεύω, υποκρύπτομαι, κρύβομαι, ενεδρεύω, lurk