Λέξη: διπλώνω
Σχετικές λέξεις: διπλώνω
διπλώνω english, απλώνω ρούχα, διπλώνω χαρτοπετσέτες, πως διπλώνω
Συνώνυμα: διπλώνω
λείχω, γλείφω, φιλοπονώ, χειρίζομαι εργαλείο, ενασχολώ, ενασχολούμαι, διαπλέω, πτύσσω, μαζεύω, συστέλλω, πλέκω, πτυχώ, διπλασιάζω
Μεταφράσεις: διπλώνω
διπλώνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fold, furl, plait, ply, lap
διπλώνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
doblez, plegar, dobladura, curvatura, curva, doblar, pliegue, veces
διπλώνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abschließen, falz, gefaltete, falte, krümmung, biegung, schließen, biegen, zumachen, falten, Falte, klappen, fach, fache
διπλώνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recourber, incurver, replier, plisser, pliez, déposer, ployer, couder, pliure, conclure, infléchir, fermer, enclos, courber, tournant, plions, plier, fois, pli
διπλώνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
grinza, piega, curvatura, piegare, volte, ripiegare, pieghevole
διπλώνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dobrar, fechar, dobra, despistar, vezes, dobre, desistir
διπλώνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omvouwen, bocht, dichtdoen, kromme, dichtmaken, vouwen, plooien, vouw, sluiten, besluiten, plooi, toedoen, voudige, fold
διπλώνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
завертывать, сгибать, обнимать, кольцо, сгиб, кошара, сложить, свертка, сгибание, обхватывать, сочинить, окутывать, загнуть, складывать, согнуть, падь, раза, свернуть, сложите, сбросить
διπλώνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fold, bøyning, folde, kaste, ganger, brett
διπλώνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vika, kröka, faldigt, vik, faldig, fäll
διπλώνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaarros, poimu, sulkea, taitos, sulkeutua, kaarre, taitekohta, murtaa, taittaa, kertaa, taita, kertainen, kertaiseksi
διπλώνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kurve, fold, gange, folde, foldes, folder
διπλώνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přehnout, ovčinec, ohyb, přehyb, ohýbat, založit, fald, salaš, zavinout, přehýbat, ohnout, záhyb, ohrada, přeložit, zahnout, skládat, složit, rozkládací, krát, sklopte, fold
διπλώνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zagroda, komponować, zaszewka, zaginać, sfałdować, załamek, zagięcie, fałda, otulać, falcować, zginać, fałd, owczarnia, stanowić, falc, składać, zagiąć, krotnie, rozkładana, zwiń
διπλώνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szeres, hajtsa, széthúzható, szer, szor
διπλώνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dönemeç, kıvrım, kapamak, kavis, kapanmak, kat, katlayın, fold, katlama, katlamak
διπλώνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кошара, складати, обнімати, створ, загін, пакунка, скласти
διπλώνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dele, fish, dele e, fold, fish më
διπλώνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гънка, пъти, кратно, пъти по, сгънете
διπλώνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
зачыняць, агароджа, скласці, скласьці
διπλώνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kari, kurd, klapp, korda, kordne, kordselt, pöörata
διπλώνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
saviti, nabor, prijevoj, omot, zaviti, složiti, presaviti, preklopiti, sklopiti, fold
διπλώνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rétt, brot, falt, sinnum, brjóta, föld, pakka
διπλώνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raukšlė, posūkis, sudėti, sulankstyti, kartus, kartų, nusimesti, užlenkti
διπλώνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izliekums, līkums, salocīt, reizes, kārtīgi, reižu, reizēm
διπλώνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пати, свитка, преклопете, здипли, се свитка
διπλώνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
plia, ori, ori mai, fold, extensibil
διπλώνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skládat, krat, fold, kratno, zložljiv, raztegljiv
διπλώνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zložiť