Lebensweisheit στα ελληνικά
Μετάφραση: lebensweisheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνωμικό, ζουν, που ζουν, ζει, διαβίωσης, που ζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abtrünnigkeit στα ελληνικά - αποστασία, αποστασίας, την αποστασία, η αποστασία, της αποστασίας
- besitztum στα ελληνικά - περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας, ακίνητο
- beunruhigt στα ελληνικά - ανήσυχος, ανησυχούν, ανησυχεί, ανησυχείτε, ανησυχώ
- dimmer στα ελληνικά - ροοστάτη, ρυθμιστή, ροοστατικό, ρεοστάτη
Τυχαίες λέξεις
Lebensweisheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνωμικό, ζουν, που ζουν, ζει, διαβίωσης, που ζει
Μεταφράσεις: γνωμικό, ζουν, που ζουν, ζει, διαβίωσης, που ζει