Lebhafte στα ελληνικά
Μετάφραση: lebhafte, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωηρός, ζωντανή, πολυσύχναστη, ζωντανό, ζωηρή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angepflanzt στα ελληνικά - φυτεύονται, φυτευτεί, φυτεύτηκαν, φυτευθεί, φύτεψε
- aufdeckung στα ελληνικά - έκθεση, αποκάλυψη, ανακάλυψη, την αποκάλυψη, αποκαλύπτοντας, αποκάλυψης
- blindwiderstand στα ελληνικά - τυφλή, blind, τυφλών, τυφλούς, τυφλό
- drahtzieher στα ελληνικά - παραποιητής, βραχίονα, χειρισμού, χειριστής, χειριστή
Τυχαίες λέξεις
Lebhafte στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωηρός, ζωντανή, πολυσύχναστη, ζωντανό, ζωηρή
Μεταφράσεις: ζωηρός, ζωντανή, πολυσύχναστη, ζωντανό, ζωηρή