Leihe στα ελληνικά
Μετάφραση: leihe, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανεισμός, δάνειο, δανεισμού, δανεισμό, χορηγήσεων, δανειοδότησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aktuell στα ελληνικά - ρεύμα, σήμερα, τώρα, τωρινός, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, ...
- ankern στα ελληνικά - άγκυρα, άγκυρας, αγκύρωσης, αγκυρώσεως, αγκίστρωσης
- beruhigte στα ελληνικά - καθησύχασε, διαβεβαίωσε, καθησυχάζει, διαβεβαιώσεις, τη βεβαιότητα
- droht στα ελληνικά - απειλεί, απειλούν, απειλεί την, κίνδυνος, απειλή
Τυχαίες λέξεις
Leihe στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανεισμός, δάνειο, δανεισμού, δανεισμό, χορηγήσεων, δανειοδότησης
Μεταφράσεις: δανεισμός, δάνειο, δανεισμού, δανεισμό, χορηγήσεων, δανειοδότησης