Δάνειο στα γερμανικά
Μετάφραση: δάνειο, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leihe, ausleihe, anleihe, borgen, darlehen, kredit, leihen, Darlehen, Kredit, Darlehens
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δάνειο
δάνειο στεγαστικό, δάνειο μτπυ, δάνειο καταναλωτικό, δάνειο προς πρώϊμη αποπληρωμή, δάνειο πειραιώς, δάνειο λεξικό γλώσσας γερμανικά, δάνειο στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- δάκρυ στα γερμανικά - aufbruch, reißen, träne, zerreißen, Riss, reiß
- δάκτυλο στα γερμανικά - befühlen, finger, Finger, Fingers, dem Finger
- δάρτης στα γερμανικά - rührbesen, klöppel, klopfer, quirl, Federbolzen, Bolzen, Die Kolben, ...
- δάσκαλος στα γερμανικά - pädagogin, lehrkraft, privatlehrer, kursleiter, instrukteur, lehrer, ausbilderin, ...
Τυχαίες λέξεις
Δάνειο στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: leihe, ausleihe, anleihe, borgen, darlehen, kredit, leihen, Darlehen, Kredit, Darlehens
Μεταφράσεις: leihe, ausleihe, anleihe, borgen, darlehen, kredit, leihen, Darlehen, Kredit, Darlehens