Lenkung στα ελληνικά

Μετάφραση: lenkung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακοπή, χειραγωγία, έλεγχος, εξουσιάζω, καθοδήγηση, πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, διευθύνσεως, συστήματος διεύθυνσης
Lenkung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anklingende στα ελληνικά - αρμονική, αρμονικής, αρμονικό, την αρμονική, αρμονικές
  • ausbilder στα ελληνικά - προπονητής, δάσκαλος, εκπαιδευτής, εκπαιδευτή, εκπαιδευτικός, διδάσκοντος
  • auswuchtpflaster στα ελληνικά - ζύμη
  • befunde στα ελληνικά - ευρήματα, διαπιστώσεις, πορίσματα, τα ευρήματα, συμπεράσματα
Τυχαίες λέξεις
Lenkung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακοπή, χειραγωγία, έλεγχος, εξουσιάζω, καθοδήγηση, πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, διευθύνσεως, συστήματος διεύθυνσης