Lexikon στα ελληνικά

Μετάφραση: lexikon, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λεξικό, λεξικού, λεξιλόγιο, Εγκυκλοπαίδεια, λεξιλογίου
Lexikon στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abmagerung στα ελληνικά - ισχνότητα, ίσχνευση, ισχνότης, ισχνότητα-, emaciation
  • ausbreitung στα ελληνικά - έκταση, φουντώνω, επέκταση, προέκταση, απλώνω, διαδίδω, διάδοση, ...
  • autonomien στα ελληνικά - αυτονομίες, αυτονομίας, αυτόνομες, των αυτονομιών, αυτονομιών
  • diademe στα ελληνικά - Τιάρες, tiaras, τις τιάρες, στέμματα
Τυχαίες λέξεις
Lexikon στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λεξικό, λεξικού, λεξιλόγιο, Εγκυκλοπαίδεια, λεξιλογίου