Λέξη: σκεπάζω
Σχετικές λέξεις: σκεπάζω
σκεπάζω ονειροκρίτης, σκεπάζω συνωνυμα, σκεπάζω αγγλικά, σκεπάζω συνώνυμο
Συνώνυμα: σκεπάζω
υπερβάλω, κρύπτω, αποκρύπτω, καλύπτω, κρύβω, σκεπώ, ντύνω, ενδύω, κατασιγάζω, πνίγω ήχο, προφυλάσσω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω, σαβανώ, κτυπώ, κλείνω
Μεταφράσεις: σκεπάζω
σκεπάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blanket, clothe, muffle, cloak, mantle, curtain
σκεπάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
frazada, manta, vestir, vestirse, vestir a, vestirá, revestir
σκεπάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pauschal, tuch, bettdecke, decke, enzyklopädisch, plane, kleiden, bekleiden, zu kleiden, kleidet
σκεπάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
housse, couverture, revêtement, vêtir, habiller, revêtir, revêtez, se vêtir
σκεπάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coperta, coltre, vestire, rivestire, vestirsi, vestirà, rivestirci
σκεπάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cobertor, coberta, colcha, vestir, revestir, vesti, vestirá
σκεπάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deken, kleden, bekleden, te kleden, kleedt, bekleedt
σκεπάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чепрак, одеяло, покрывало, попона, пелена, одевать, одеть, облечь, облачиться, облачаются
σκεπάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
teppe, ullteppe, clothe, ikle, kle, klær, kler
σκεπάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kläda, klä, kläder, bekläda, klär
σκεπάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sänkyhuopa, huopa, hevosloimi, peite, loimi, verho, vaatettaa, clothe, vaatettaneet, pukea, vaatetimme
σκεπάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tæppe, iklæde, klæde, tøj, klæder, iføre
σκεπάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
houně, přikrývka, deka, potah, obléknout, oblékli, ošacení, obléci, oblékat
σκεπάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pokrywa, koc, zasłona, pokrycie, derka, kocyk, odziać, ubierać, przyodziać, przyoblec, clothe
σκεπάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pokróc, öltöztet, öltözteti, öltöztetni, öltöztetem, felöltöztetem
σκεπάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
battaniye, giydirmek, de giydireceği, örtmek, kaplamak, bürümek
σκεπάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
покривало, ковдра, попона, покривати, одягати, вдягати
σκεπάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
batanija, kuvertë, batanije, vesh, mbuloj, visheni, veshim, i vesh
σκεπάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
одеяло, обличам, облека, облича, облекат, облечеш
σκεπάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
апранаць, адзяваць, одевать
σκεπάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tekk, vaip, riietama, riietada, riietanud, riietan, riietasid
σκεπάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prekrivač, gunj, oblačiti, odijeva, odijevati, odijevate, odjenuti
σκεπάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
klæða, klædduð, klæðast, þá klæða, klæðir
σκεπάζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vestis
σκεπάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
antklodė, aprengti, aprengia, apsirengiate, apsirengti, apvilksiu
σκεπάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sega, ietērpt, ģērbt, apģērbtu, ietērpiet, apģērbt
σκεπάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
облечеш, облекувам, облечи, облека, облечат
σκεπάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se îmbrăca, îmbrăca, îmbrace, îmbrăcați, îmbracă
σκεπάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oblekli, obleko, oblači, oblačite, oblačim
σκεπάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
deka, obliecť, obliecť sa