Mädchen στα ελληνικά

Μετάφραση: mädchen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορίτσι, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, κορίτσι που
Mädchen στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • altern στα ελληνικά - γήρανση, ώριμος, μεστός, ηλικία, μεστώνω, ωριμάζω, εποχή, ...
  • apotheker στα ελληνικά - χημικός, φαρμακοποιός, φαρμακοποιό, το φαρμακοποιό, τον φαρμακοποιό, φαρμακοποιού
  • doppeldruckverfahren στα ελληνικά - διπλή, διπλά, διπλό, διπλής, διπλού
  • drehte στα ελληνικά - γύρισε, στράφηκε, αποδείχθηκε, μετατραπεί, ενεργοποιημένη
Τυχαίες λέξεις
Mädchen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορίτσι, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, κορίτσι που