Mähen στα ελληνικά

Μετάφραση: mähen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόψιμο, δρεπάνι, κοπή, θερίζω, κόβω, κόψει, κουρεύετε, κόψει το, κουρεύει
Mähen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abwesender στα ελληνικά - απών, απουσιάζει, απούσα, απουσιάζουν, απουσίας
  • abwesenheit στα ελληνικά - απουσία, ελλείψει, απουσίας, έλλειψη, χωρίς
  • dekolleté στα ελληνικά - ντεκολτέ, το ντεκολτέ, του ντεκολτέ, decollete, του decollete
Τυχαίες λέξεις
Mähen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόψιμο, δρεπάνι, κοπή, θερίζω, κόβω, κόψει, κουρεύετε, κόψει το, κουρεύει