Mögen στα ελληνικά

Μετάφραση: mögen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρέσω, σαν, συμπαθώ, όπως, παρόμοια, όπως η
Mögen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anerkenntnis στα ελληνικά - αναγνώριση, απόδειξη, αποδεικτικό, βεβαίωσης, επιβεβαίωσης
  • autobiographische στα ελληνικά - αυτοβιογραφικός, αυτοβιογραφικό, αυτοβιογραφικά, αυτοβιογραφική, αυτοβιογραφικές
  • chemikalie στα ελληνικά - χημικός, χημική ουσία, χημική, χημικών, χημικές
  • demoralisiert στα ελληνικά - ηθικό, ηθικό τους, το ηθικό, το ηθικό τους, πεσμένο ηθικό
Τυχαίες λέξεις
Mögen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρέσω, σαν, συμπαθώ, όπως, παρόμοια, όπως η