Minderjährigkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: minderjährigkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agenturen στα ελληνικά - οργανισμοί, υπηρεσίες, οργανισμούς, γραφεία, πρακτορεία
- aufseherinnen στα ελληνικά - εποπτικών αρχών, Οι εποπτικές αρχές, εποπτών, Εποπτείας, Εποπτικών
- bewundernd στα ελληνικά - θαυμάζοντας, θαυμάσετε, θαυμάζετε, να θαυμάσετε, θαυμάζουν
- deutend στα ελληνικά - στίξη, κατάδειξης, δείχνει, που δείχνει, δείχνοντας
Τυχαίες λέξεις
Minderjährigkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Μεταφράσεις: μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων