Munterkeit στα ελληνικά
Μετάφραση: munterkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γρηγοράδα, ζωντάνια, προθυμία, φαιδρότητα, κέφι, ευθυμία, cheerfulness, το κέφι
Μεταφράσεις
- abbrechen στα ελληνικά - διάλλειμα, διάλειμμα, ακυρώνω, αποβάλλω, σπάζω, παύω, αντεπίθεση, ...
- armschlinge στα ελληνικά - κούνια, σφενδόνη, σφεντόνα, αρτάνης, αναρτήρα, sling
- auszüge στα ελληνικά - εκχυλίσματα, αποσπάσματα, εκχυλισμάτων, τα εκχυλίσματα, αποσπασμάτων
Τυχαίες λέξεις
Munterkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γρηγοράδα, ζωντάνια, προθυμία, φαιδρότητα, κέφι, ευθυμία, cheerfulness, το κέφι
Μεταφράσεις: γρηγοράδα, ζωντάνια, προθυμία, φαιδρότητα, κέφι, ευθυμία, cheerfulness, το κέφι