Λέξη: σεντόνι
Σχετικές λέξεις: σεντόνι
σεντόνι στα αγγλικά, σεντόνι κότσιρας, σεντόνι οικοδομικής άδειας, σεντόνι πολεοδομίασ, σεντόνι μετάφραση, σεντόνι ονειροκρίτησ, σεντόνι με λάστιχο, σεντόνι ετυμολογία, το σεντόνι, σεντόνι γείωσης
Συνώνυμα: σεντόνι
οθόνη, σινδών, φύλλο χαρτού, φύλλο μέταλλου
Μεταφράσεις: σεντόνι
σεντόνι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sheet, bed sheet, bedsheet, the bed sheet, a sheet
σεντόνι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hoja, cuartilla, sabana, sábana, lámina, hoja de, la hoja, chapa
σεντόνι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blatt, platte, blech, bettlaken, laken, segelleine, schot, blechplatte, bogen, segel, Blatt, Blech, Bogen, Platte
σεντόνι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aire, feuille, face, feuillet, carte, banne, voile, housse, bâche, superficie, drap, toile, surface, bulletin, fiche, feuilles, tôle, la feuille
σεντόνι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
foglio, lamiera, lastra, scheda, foglio di
σεντόνι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carneiros, vela, lençol, ovelha, pano, folha, folha de, sheet, chapa, patrimonial
σεντόνι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vel, linnen, laken, zeil, velum, blad, doek, plaat, sheet
σεντόνι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сведение, лист, простыня, листок, таблица, парус, газета, пелена, шкот, ведомость, противень, пласт, саван, листа, листового, листовой
σεντόνι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ark, plate, laken, arket, bladet, arks
σεντόνι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lakan, ark, arket, blad, dagen
σεντόνι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
purje, lakana, taulukko, lehti, liuska, arkki, Sheet, Nuotit ja, arkin, levyn
σεντόνι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blad, lagen, ark, arket, plade, plader
σεντόνι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
arch, plachta, fólie, prostěradlo, výkaz, mapa, list, plocha, listů, plech, listu
σεντόνι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
płachta, kartka, szot, blacha, karta, tafla, prześcieradło, powierzchnia, arkusz, płyta, arkuszy, blachy
σεντόνι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
papírlap, hírlap, lepel, finomlemez, vízréteg, szarvszár, szarvkötél, tepsi, lap, lemez, lapos, lapot, adatlap
σεντόνι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yelken, levha, tabaka, bilançosu, sac, yapraklık
σεντόνι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
газета, завіса, листок, таблиця, відомість, лист, аркуш, списку
σεντόνι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fletë, çarçaf, dhëna, të dhëna, të dhëna për, dhëna për
σεντόνι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
платно, лист, лист за, листа, листов
σεντόνι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лiст, сукно, ліст, аркуш
σεντόνι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poogen, leht, soot, lehe, lehel, lehte, lehed
σεντόνι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zastirač, list, ponjava, listova, lima, sheet, lim
σεντόνι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lak, blaði, blað, efnahagsreiknings
σεντόνι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
folium
σεντόνι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
burė, lapas, lakštas, lapo, lapą, lakštai
σεντόνι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
palags, bura, lapa, loksne, lapas, lapu, loksnes
σεντόνι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лист, состојба, на состојба, листови, листот
σεντόνι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
corabie, foaie, coli, foi, foaie de, coală
σεντόνι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rjuha, list, pločevine, stanja, pločevina, sheet
σεντόνι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
list, údajov, hárok, denník
Τυχαίες λέξεις