Neuer στα ελληνικά
Μετάφραση: neuer, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νέος, καινούριος, νέα, νέο, νέων, νέες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgeurteilt στα ελληνικά - καταδικασμένος, καταδικάστηκε, καταδικάστηκαν, καταδικαστεί, καταδίκασε, καταδικασθεί
- antimon στα ελληνικά - αντιμόνιο, αντιμονίου, του αντιμονίου, το αντιμόνιο, αντιμονίου που
- artenvielfalt στα ελληνικά - βιοποικιλότητα, βιοποικιλότητας, της βιοποικιλότητας, τη βιοποικιλότητα, η βιοποικιλότητα
- dreisprachig στα ελληνικά - τρίγλωσση, τρίγλωσσο, τρίγλωσσος, τρίγλωσσου, τρίγλωσσης
Τυχαίες λέξεις
Neuer στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νέος, καινούριος, νέα, νέο, νέων, νέες
Μεταφράσεις: νέος, καινούριος, νέα, νέο, νέων, νέες