Nichteinhaltung στα ελληνικά
Μετάφραση: nichteinhaltung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αθέτηση, αθετώ, απουσία, μη, δεν, που δεν, χωρίς, εκτός
Μεταφράσεις
- apokalyptisches στα ελληνικά - αποκαλυπτικό, αποκαλυπτική, αποκαλυπτικά, το αποκαλυπτικό, αποκαλυπτικές
- aufdrängend στα ελληνικά - που εκτελούν πλόες, εκτελούν πλόες, χειρίζονται, ποντοπόρων, που χειρίζονται
- begleitet στα ελληνικά - συνοδευτικά, συνοδευτικό, συνοδευτικές, συνοδευτικών, συνοδευτική
- bellen στα ελληνικά - κόλπος, βαβίζω, φλοιός, φλοιό, φλοιού, του φλοιού, το φλοιό
Τυχαίες λέξεις
Nichteinhaltung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αθέτηση, αθετώ, απουσία, μη, δεν, που δεν, χωρίς, εκτός
Μεταφράσεις: αθέτηση, αθετώ, απουσία, μη, δεν, που δεν, χωρίς, εκτός